ΠΔ 51/2012 – ΦΕΚ Α 101 για την άδεια οδήγησης
Σκοπός του παρόντος διατάγματος είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την άδεια οδήγησης
ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 51/2012 – ΦΕΚ Α 101
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2006, όπως τροποποιήθηκε με τις Οδηγίες 2008/65/ΕΚ της Επιτροπής της 27ης Ιουνίου 2008, 2009/113/ΕΚ της Επιτροπής της 25ης Αυγούστου 2009 και 2011/94/ΕΕ της Επιτροπής της 28ης Νοεμβρίου 2011
Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος διατάγματος είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2006, «για την άδεια οδήγησης» (L403/30-12-2006) όπως τροποποιήθηκε με τις Οδηγίες 2008/65/ΕΚ της Επιτροπής της 27ης Ιουνίου 2008 «για την τροποποίηση της Οδηγίας 91/439/ΕΟΚ για την άδεια οδήγησης» (L168/28-6-2008), 2009/113/ΕΚ της Επιτροπής της 25ης Αυγούστου 2009 «σχετικά με την τροποποίηση της Οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την άδεια οδήγησης» (L223/26-8-2009) και 2011/94/ΕΕ της Επιτροπής της 28ης Νοεμβρίου 2011 «για την τροποποίηση της Οδηγίας 2006/126/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την άδεια οδήγησης» (L314/29-11-2011).
Άρθρο 2
(παρ. 1,2,3,4 του άρθρου 4, άρθρο 7 και άρθρο 12 Οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Ορισμοί
1. Για την εφαρμογή του παρόντος διατάγματος οι κάτωθι όροι έχουν την εξής έννοια:
α) «Μηχανοκίνητο όχημα»:
Είναι το αυτοπροωθούμενο όχημα, το οποίο κυκλοφορεί σε δρόμους, γενικά, με δικά του μέσα.
Στον ορισμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται τα οχήματα τα οποία κινούνται πάνω σε τροχιές.
β) «Μοτοποδήλατο»:
Είναι το δίκυκλο ή τρίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα, με μέγιστη, εκ κατασκευής, ταχύτητα 45 km/h, που παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
αα. Το μεν δίκυκλο, έχει κινητήρα κυβισμού μέχρι και 50 cm3, αν είναι εσωτερικής καύσης ή μέγιστης καθαρής ισχύος μέχρι και 4 kW, αν πρόκειται για ηλεκτρικό κινητήρα.
ββ. Το δε τρίκυκλο έχει κινητήρα κυβισμού μέχρι και 50 cm3, αν είναι επιβαλλόμενης (με σπινθήρα) ανάφλεξης ή μέγιστης καθαρής ισχύος μέχρι και 4 kW, αν είναι εσωτερικής καύσης ή μέγιστης καθαρής ισχύος μέχρι και 4 kW, αν πρόκειται για ηλεκτρικό κινητήρα.
γ) «Μοτοσικλέτα»:
Είναι το δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα χωρίς πλευρικό κάνιστρο (side car) ή με πλευρικό κάνιστρο, που είναι εξοπλισμένο με κινητήρα, κυβισμού άνω των 50 cm3, αν είναι εσωτερικής καύσης ή/και μέγιστη ταχύτητα εκ κατασκευής άνω των 45 km/h.
δ) «Μηχανοκίνητο τρίκυκλο»:
Είναι το μηχανοκίνητο όχημα με τρεις συμμετρικά διατεταγμένους τροχούς, που είναι εξοπλισμένο με κινητήρα κυβισμού άνω των 50 cm3, αν είναι εσωτερικής καύσης ή/και μέγιστη ταχύτητα εκ κατασκευής άνω των 45 km/h.
ε) «Ελαφρό τετράκυκλο»:
Είναι το τετράκυκλο μηχανοκίνητο όχημα, του οποίου η μάζα κενού οχήματος είναι μικρότερη ή ίση των 350 kg, μη συμπεριλαμβανομένης της μάζας των συσσωρευτών αν πρόκειται για ηλεκτρικό όχημα, του οποίου η μέγιστη ταχύτητα εκ κατασκευής είναι το πολύ 45 km/h και έχουν κινητήρα:
αα. κυβισμού 50 cm3 ή μικρότερο, αν είναι επιβαλλόμενης ανάφλεξης (με σπινθήρα) ή
ββ. μέγιστης καθαρής ισχύος 4 kW ή μικρότερης, αν είναι εσωτερικής καύσης ή
γγ. μέγιστης συνεχούς καθαρής ισχύος 4 kW ή μικρότερης, αν πρόκειται για ηλεκτροκινητήρα.
Τα οχήματα αυτά πρέπει να πληρούν τις τεχνικές απαιτήσεις που ισχύουν για τα τρίκυκλα μοτοποδήλατα.
στ) «Αυτοκίνητο»:
Είναι το μηχανοκίνητο όχημα που χρησιμοποιείται, συνήθως για την οδική μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων ή για την έλξη, επί οδού, οχημάτων που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.
Στον ορισμό αυτό περιλαμβάνονται και τα ηλεκτροκίνητα λεωφορεία (τρόλεϋ).
Στον ορισμό αυτό δεν περιλαμβάνονται οι γεωργικοί και οι δασικοί ελκυστήρες.
ζ) «Γεωργικός ελκυστήρας», «δασικός ελκυστήρας»:
Είναι το μηχανοκίνητο όχημα, τροχοφόρο ή ερπυστριοφόρο, με δύο τουλάχιστον άξονες, η βασική λειτουργία του οποίου στηρίζεται, ουσιαστικά, στην ελκτική του δύναμη, το οποίο έχει σχεδιαστεί για την έλξη, ώθηση, μεταφορά, ή ενεργοποίηση ορισμένων εργαλείων, μηχανημάτων ή ρυμουλκουμένων, που χρησιμοποιούνται στις γεωργικές ή δασικές, αντίστοιχα, εργασίες και η χρήση του οποίου, για την οδική μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων ή για την έλξη, επί οδού, οχημάτων που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων είναι δευτερεύουσα.
η) «Τετράκυκλο»:
Είναι το μηχανοκίνητο όχημα, πλην των ελαφρών τετράκυκλων, του οποίου η μάζα κενού οχήματος είναι μικρότερη ή ίση των 400 kg (550 kg στη περίπτωση οχήματος για τη μεταφορά εμπορευμάτων), μη συμπεριλαμβανομένης της μάζας των συσσωρευτών των ηλεκτρικών οχημάτων, των οποίων η μέγιστη καθαρή ισχύς του κινητήρα δεν υπερβαίνει τα 15 kW. Τα οχήματα αυτά λογίζονται ως τρίκυκλα και πρέπει να πληρούν τις τεχνικές απαιτήσεις που ισχύουν για τα τρίκυκλα οχήματα.
θ) «Κανονική διαμονή»:
Κανονική διαμονή σε ένα κράτος θεωρείται ότι έχει ένα φυσικό πρόσωπο, όταν διαμένει, στο κράτος αυτό, τουλάχιστον 185 ημέρες ανά ημερολογιακό έτος λόγω προσωπικών ή επαγγελματικών δεσμών ή, στην περίπτωση προσώπου χωρίς επαγγελματικούς δεσμούς, λόγω προσωπικών δεσμών, από τους οποίους προκύπτουν στενοί δεσμοί, μεταξύ αυτού του προσώπου και του κράτους στο οποίο κατοικεί.
Ωστόσο, η κανονική διαμονή φυσικού προσώπου, του οποίου οι επαγγελματικοί δεσμοί βρίσκονται σε κράτος, άλλο από το κράτος των προσωπικών του δεσμών και το οποίο, για το λόγο αυτό, υποχρεούται να διαμένει διαδοχικά σε διάφορα κράτη, θεωρείται ότι βρίσκεται στο κράτος των προσωπικών του δεσμών, με την προϋπόθεση ότι, επιστρέφει εκεί τακτικά. Ο τελευταίος αυτός όρος δεν απαιτείται, όταν το φυσικό πρόσωπο διαμένει σε ένα κράτος για την εκτέλεση αποστολής με καθορισμένη χρονική διάρκεια.
Η φοίτηση σε πανεπιστήμιο, γενικά, ή σε σχολείο, γενικά, δεν συνεπάγεται μεταφορά της κανονικής διαμονής. Ωστόσο, έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης για χορήγηση ή ανανέωση άδειας (οδήγησης) ο αποδεικνύων σπουδαστική ή μαθητική ιδιότητα για διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών στην Ελλάδα, συνεχώς ή αθροιστικά, κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν την από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης και των δικαιολογητικών χορήγησης ή ανανέωσης κατά περίπτωση.
Για τους σκοπούς του διατάγματος αυτού, αλλοδαποί υπήκοοι θεωρείται ότι έχουν την κανονική τους διαμονή στην Ελλάδα, εφόσον:
α. είναι κάτοχοι οιουδήποτε δημόσιου εγγράφου από το οποίο προκύπτει ότι αυτοί διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα και
β. Το ως άνω έγγραφο έχει εκδοθεί 185 ημέρες, τουλάχιστον, πριν από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία για χορήγηση ή μετατροπή της άδειας οδήγησης. Για τους υπηκόους των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή των κρατών Νορβηγίας, Ισλανδίας, Λιχτενστάιν, το διάστημα των 185 ημερών περιορίζεται σε 95 ημέρες.
Σε περίπτωση που μεταξύ της ημερομηνίας λήξης ισχύος του δημόσιου εγγράφου και της ημέρας έναρξης ισχύος του νέου δημόσιου εγγράφου, μεσολαβεί χρονικό διάστημα έως ενενήντα (90) ημέρες, ο αλλοδαπός κάτοχος των ανωτέρω εγγράφων θεωρείται ότι διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα κατά το χρονικό αυτό διάστημα.
Κάτοχος ελληνικού διαβατηρίου, με την ένδειξη «μόνιμος κάτοικος εξωτερικού», δεν θεωρείται ότι έχει την κανονική του διαμονή στην Ελλάδα.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος ισχύουν, επίσης, οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) «Κατοικία»:
Είναι ο τόπος της κύριας και μόνιμης εγκατάστασης του φυσικού προσώπου. Ουδείς μπορεί να έχει, συγχρόνως, περισσότερες από μία κατοικίες. Η συγκεκριμένη κατοικία διατηρείται μέχρις ότου αποκτηθεί νέα. Αν δεν μπορεί να αποδειχθεί η τελευταία κατοικία του φυσικού προσώπου, ως κατοικία θεωρείται ο τόπος διαμονής του.
Αυτός που έχει διορισθεί σε δημόσια υπηρεσία, έχει κατοικία τον τόπο, όπου υπηρετεί.
Προϋπόθεση για να έχει φυσικό πρόσωπο την «κατοικία» του στην Ελλάδα, είναι να έχει την κανονική του διαμονή στην Ελλάδα.
β) «Άδεια οδήγησης»:
Είναι η διοικητική πράξη, με την οποία χορηγείται σε φυσικό πρόσωπο, δικαίωμα οδήγησης, συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων κατηγοριών, μηχανοκινήτων οχημάτων, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
γ) «Χρόνος διοικητικής ισχύος της άδειας οδήγησης»:
Είναι το χρονικό διάστημα, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης και λήξης ισχύος της άδειας οδήγησης.
Η χρονική ισχύς για κάθε κατηγορία άδειας οδήγησης καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος.
δ) «Αφαίρεση άδειας οδήγησης»
Είναι η οριστική ή προσωρινή αφαίρεση του δικαιώματος οδήγησης, η οποία πραγματοποιείται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου. Στην περίπτωση της οριστικής αφαίρεσης, το έντυπο της άδειας οδήγησης ακυρώνεται.
ε) «Ανάκληση άδειας οδήγησης»
Είναι η πράξη με την οποία η εκδούσα Υπηρεσία ανακαλεί την άδεια οδήγησης. Η ανάκληση συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος οδήγησης αναδρομικά από την ημερομηνία έκδοσης της ανακληθείσας άδειας οδήγησης και το έντυπο αυτής ακυρώνεται.
στ) «Μέγιστος λόγος ισχύος προς βάρος»:
Αναφέρεται στις μοτοσικλέτες και είναι ο λόγος, ισχύς προς βάρος, όπου:
Ισχύς είναι η μέγιστη καθαρή ισχύς (σε kW), η οποία ορίζεται με την έγκριση τύπου της μοτοσικλέτας και
Βάρος, είναι η αριθμητική τιμή της μάζας της μοτοσικλέτας, σε κατάσταση λειτουργίας, με οδηγό (σε kg).
ζ) — Όπου στο διάταγμα αυτό αναφέρεται μάζα, το μέγεθός της, αριθμητικά, είναι το ίδιο με το βάρος του μηχανοκίνητου οχήματος.
— Όπου στο διάταγμα αυτό αναφέρονται οι όροι δίκυκλο, τρίκυκλο, τετράκυκλο έχουν την ίδια έννοια με τους όρους δίτροχο, τρίτροχο, τετράτροχο αντίστοιχα.
Άρθρο 3
(άρθρο 4 της Οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Κατηγορίες αδειών οδήγησης μοτοποδηλάτων, μοτοσικλετών, μηχανοκίνητων τρικύκλων, τετρακύκλων και αυτοκινήτων
1. Οι άδειες οδήγησης διακρίνονται στις παρακάτω κατηγορίες και παρέχουν, στους κατόχους τους, το δικαίωμα να οδηγούν μηχανοκίνητα οχήματα των αντίστοιχων κατηγοριών:
α. Κατηγορία ΑΜ:
Μοτοποδήλατα και ελαφρά τετράκυκλα
β. Κατηγορία Α1:
– Μοτοσικλέτες μέγιστου κυβισμού 125 cm3, μέγιστης ισχύος 11 kW και λόγο ισχύος προς βάρος μικρότερο από 0,1 kW/kg, και
– Μηχανοκίνητα τρίκυκλα, των οποίων η ισχύς δεν υπερβαίνει τα 15 kW
γ. Κατηγορία Α2:
Μοτοσικλέτες μέγιστης ισχύος 35 kW και με μέγιστο λόγο ισχύος προς βάρος μικρότερο από 0,2 kW/kg, που δεν προέρχονται από διασκευή άλλης μοτοσικλέτας, ισχύος μεγαλύτερης του διπλάσιου της ισχύος της διασκευασθείσας μοτοσικλέτας.
δ. Κατηγορία Α:
– Μοτοσικλέτες, και
– μηχανοκίνητα τρίκυκλα η ισχύς των οποίων υπερβαίνει τα 15 kW
ε. Κατηγορία Β1:
Τετράκυκλα
Η κατηγορία αυτή χορηγείται μόνο σε ήδη κατόχους άδειας οδήγησης της εν λόγω κατηγορίας, η οποία έχει εκδοθεί από αρχές της αλλοδαπής, κατά την ανταλλαγή ή μετατροπή της σε ελληνική.
στ. Κατηγορία Β:
Αυτοκίνητα με μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα μέχρι 3.500 kg και σχεδιασμένα και κατασκευασμένα για τη μεταφορά οκτώ (8), το πολύ επιβατών, εκτός από τον οδηγό.
Τα αυτοκίνητα της κατηγορίας αυτής επιτρέπεται να συνδυάζονται με ρυμουλκούμενο, του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα δεν υπερβαίνει τα 750 kg, υπό τον όρο ότι η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα του συνδυασμού αυτού δεν υπερβαίνει τα 4.250 kg. Η οδήγηση του συνδυασμού, στην περίπτωση που αυτός υπερβαίνει τα 3.500 kg, επιτρέπεται να γίνει με άδεια οδήγησης της κατηγορίας Β, μόνο εφόσον έχει χορηγηθεί έπειτα από επιτυχή δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος V και φέρουν τον κοινοτικό κωδικό αριθμό 96.
ζ. Κατηγορία ΒΕ:
Σύνολα συζευγμένων οχημάτων, που αποτελούνται από έλκον όχημα της κατηγορίας Β και από ρυμουλκούμενο ή ημιρυμουλκούμενο, όταν η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα του ρυμουλκουμένου ή του ημιρυμουλκουμένου δεν υπερβαίνει τα 3.500 kg.
η. Κατηγορία C1:
Αυτοκίνητα (πλην εκείνων των κατηγοριών D1 και D) η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα των οποίων υπερβαίνει τα 3.500 kg και είναι μικρότερη ή ίση των 7.500 kg, τα οποία σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τη μεταφορά οκτώ το πολύ επιβατών, εκτός του οδηγού.
Τα αυτοκίνητα της κατηγορίας αυτής επιτρέπεται να συνδυάζονται με ρυμουλκούμενο, του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα δεν υπερβαίνει τα 750 kg.
θ. Κατηγορία C1Ε:
– σύνολα οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα της κατηγορίας C1 και από ρυμουλκούμενο ή ημιρυμουλκούμενο, με μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα άνω των 750 kg, εφόσον η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα του συνόλου δεν υπερβαίνει τα 12.000 kg, και
– σύνολα οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα της κατηγορίας Β και από ρυμουλκούμενο ή ημιρυμουλκούμενο όχημα με μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα άνω των 3.500 kg, εφόσον η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα του συνόλου δεν υπερβαίνει τα 12.000 kg
ι. Κατηγορία C:
Αυτοκίνητα (πλην εκείνων των κατηγοριών D1 και D) η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα των οποίων υπερβαίνει τα 3.500 kg και τα οποία σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τη μεταφορά οκτώ (8) το πολύ επιβατών, εκτός του οδηγού.
Τα αυτοκίνητα της κατηγορίας αυτής επιτρέπεται να συνδυάζονται με ρυμουλκούμενο, του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα δεν υπερβαίνει τα 750 kg.
ια. Κατηγορία CΕ:
Σύνολα συζευγμένων οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα, το οποίο υπάγεται στην κατηγορία C και από ρυμουλκούμενο ή ημιρυμουλκούμενο, του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 750 kg.
ιβ. Κατηγορία D1:
Αυτοκίνητα που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τη μεταφορά μέχρι 16 επιβατών, εκτός του οδηγού, μέγιστου μήκους 8 m.
Τα αυτοκίνητα της κατηγορίας αυτής επιτρέπεται να συνδυάζονται με ρυμουλκούμενο, του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα δεν υπερβαίνει τα 750 kg.
ιγ. Κατηγορία D1Ε:
Σύνολα οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα της κατηγορίας D1 και ρυμουλκούμενο, με μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα άνω των 750 kg.
ιδ. Κατηγορία D:
Αυτοκίνητα που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τη μεταφορά άνω των οκτώ (8) επιβατών, εκτός του οδηγού.
Τα αυτοκίνητα της κατηγορίας αυτής επιτρέπεται να συνδυάζονται με ρυμουλκούμενο, του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα δεν υπερβαίνει τα 750 kg.
ιε. Κατηγορία DΕ:
Σύνολα συζευγμένων οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα, το οποίο υπάγεται στην κατηγορία D και από ρυμουλκούμενο, του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 750 kg.
2. Ισχύουσες άδειες οδήγησης, οι οποίες έχουν εκδοθεί από κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από τα κράτη Νορβηγία, Ισλανδία, Λιχτενστάιν, αναγνωρίζονται στην Ελλάδα και επιτρέπουν στους κατόχους τους να οδηγούν οχήματα των αντίστοιχων κατηγοριών ή υποκατηγοριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 5 και της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 6.
Άρθρο 4
(άρθρο 6 της Οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Κλιμάκωση και ισοδυναμία μεταξύ κατηγοριών αδειών οδήγησης
1. Το δικαίωμα απόκτησης κατηγορίας άδειας οδήγησης κλιμακώνεται ως εξής:
α. Οι κατηγορίες C1, C, D1 και D χορηγούνται μόνο σε οδηγούς, οι οποίοι είναι ήδη κάτοχοι της κατηγορίας Β.
β. Οι κατηγορίες ΒΕ, C1E, CE, D1E και DE χορηγούνται μόνο σε οδηγούς, οι οποίοι είναι ήδη κάτοχοι των κατηγορίας Β, C1, C, D1 και D αντίστοιχα.
2. Η ισοδυναμία μεταξύ των κατηγοριών των αδειών οδήγησης καθορίζεται ως εξής:
α. Οι κατηγορίες C1E, CE, D1E και DE ισχύουν και για οδήγηση οχημάτων της κατηγορίας ΒΕ.
β. Η κατηγορία CE ισχύει και για την οδήγηση οχημάτων της κατηγορίας DE, εφόσον ο οδηγός είναι ήδη κάτοχος της κατηγορίας D.
γ. Οι κατηγορίες CE και DE ισχύουν και για την οδήγηση οχημάτων των κατηγοριών C1E και D1E, αντίστοιχα.
δ. Οι κατηγορίες Β, C και D ισχύουν και για οδήγηση οχημάτων των κατηγοριών Β1, C1 και D1, αντίστοιχα
ε. Η κατηγορία Α, ισχύει και για την οδήγηση οχημάτων των κατηγοριών Α1, Α2 και ΑΜ.
στ. Η κατηγορία Α2, ισχύει και για την οδήγηση οχημάτων της κατηγορίας Α1 και ΑΜ.
ζ. Άδεια οδήγησης A1 ισχύει και για την οδήγηση οχημάτων της κατηγορίας ΑΜ.
3. Άδεια οδήγησης κατηγορίας Β που παρείχε το δικαίωμα οδήγησης τετράκυκλων (πλην των ελαφρών τετράκυκλων) εξακολουθεί να παρέχει το δικαίωμα αυτό.
4. Τρίκυκλα που οδηγούνταν με άδεια οδήγησης κατηγορίας Β (λόγω μη χορήγησης της Β1) μετά την
19-1-2013 οδηγούνται με άδεια οδήγησης κατηγορίας Α (Α1 για ισχύ μικρότερη ή ίση των 15 kW ή Α για ισχύ μεγαλύτερη των 15 kW).
Άρθρο 5
(άρθρο 2 παρ. 2 & άρθρο 7 της Οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Ισχύς αδειών οδήγησης
1. Οι άδειες οδήγησης για τις κατηγορίες ΑΜ, Α1, Α2, Α, Β1, Β, και ΒΕ έχουν διοικητική ισχύ δέκα πέντε (15) έτη, από την ημέρα της επιτυχούς εξέτασης προσόντων και συμπεριφοράς για τη χορήγηση της συγκεκριμένης κατηγορίας ή από την ημέρα της ανανέωσής της, κατά περίπτωση, και όχι πέραν της συμπλήρωσης της ηλικίας των 65 ετών του κατόχου της άδειας.
Οι άδειες οδήγησης για τις κατηγορίες C1, C1E, C, CE, D1, D1E, D και DE έχουν διοικητική ισχύ πέντε (5) έτη, από την ημέρα της επιτυχούς εξέτασης προσόντων και συμπεριφοράς για τη χορήγηση της συγκεκριμένης κατηγορίας ή από την ημέρα της ανανέωσής της, κατά περίπτωση, και όχι πέραν της συμπλήρωσης της ηλικίας των 65 ετών του κατόχου της άδειας.
Από τη συμπλήρωση της ηλικίας των 65 ετών και μετά, για όλες τις κατηγορίες αδειών οδήγησης, η διοικητική ισχύς τους δεν επιτρέπεται να υπερβεί τα τρία (3) έτη, από την ημέρα της επιτυχούς εξέτασης προσόντων και συμπεριφοράς για τη χορήγηση οποιασδήποτε κατηγορίας ή από την ημέρα της ανανέωσης της κατηγορίας, κατά περίπτωση.
Σε περίπτωση απώλειας ή αδυναμίας ανάγνωσης ή οποιασδήποτε άλλης βλάβης του μικροεπεξεργαστή του εντύπου της άδειας οδήγησης, ως χρόνος ισχύος λογίζεται αυτός, που έχει εκτυπωθεί στο έντυπο της άδειας.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, μπορεί να ορίζεται μικρότερος χρόνος ισχύος, για λόγους υγείας του κατόχου της άδειας οδήγησης.
2. Η άδεια οδήγησης ή οι επιμέρους κατηγορίες της παύουν αυτοδικαίως να ισχύουν εφόσον:
α. λήξει η χρονική ισχύς τους ή
β. παύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο να πληρούται κάποια από τις προϋποθέσεις χορήγησής τους ή
γ. το έντυπο της άδειας οδήγησης έχει φθαρεί ή έχει αλλοιωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι δυσχερής ο έλεγχος των στοιχείων της.
3. Σε περίπτωση που η χρονική ισχύς μίας ή περισσοτέρων κατηγοριών άδειας οδήγησης, η οποία εκδόθηκε από κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τα κράτη Νορβηγία, Ισλανδία, Λιχτενστάιν είναι μεγαλύτερη αυτής που καθορίζεται στην παράγραφο 1 και ο κάτοχος της άδειας αποκτήσει την κανονική του διαμονή στην Ελλάδα, τότε, η ισχύς της συγκεκριμένης ή των συγκεκριμένων κατηγοριών, λήγει με την πάροδο διετίας από την ημέρα που ο κάτοχος της άδειας οδήγησης αποκτήσει την κανονική του διαμονή στην Ελλάδα.
Άρθρο 6
(άρθρα 4, 7, 11 παρ. 5 της Οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Χορήγηση άδειας οδήγησης
1. Για τη χορήγηση οποιασδήποτε κατηγορίας άδειας οδήγησης απαιτείται όπως ο ενδιαφερόμενος:
α) Έχει την κανονική του διαμονή στην Ελλάδα ή την ιδιότητα του σπουδαστή ή του μαθητή επί έξι (6) τουλάχιστον μήνες στην Ελλάδα συνεχώς ή αθροιστικά, κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο, πριν από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης και των δικαιολογητικών χορήγησης.
β) Έχει την κατοικία του στην περιοχή της οικείας Υπηρεσίας Μεταφορών και Επικοινωνιών στην οποία κατατίθεται η αίτηση.
γ) Έχει συμπληρώσει την ηλικία :
αα) Των 16 ετών για την κατηγορία ΑΜ.
ββ) Των 18 ετών για την κατηγορία Α1.
γγ) Των 20 ετών για την κατηγορία Α2.
δδ) Των 24 ετών για μοτοσικλέτες της κατηγορίας Α. Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είναι ήδη κάτοχος άδειας οδήγησης της κατηγορίας Α2 επί διετία, η απαιτούμενη ηλικία μειώνεται στα 22 έτη.
εε) Των 22 ετών για μηχανοκίνητα τρίκυκλα ισχύος άνω των 15 kW της κατηγορίας Α.
ζζ) Των 18 ετών για τις κατηγορίες Β1, Β, ΒΕ, C1 και C1E.
Η κατηγορία Β1 χορηγείται μόνο σε ήδη κατόχους άδειας οδήγησης της εν λόγω κατηγορίας, η οποία έχει εκδοθεί από αρχές της αλλοδαπής, κατά την ανταλλαγή ή μετατροπή της σε ελληνική.
ηη) Των 21 ετών για τις κατηγορίες C, CE, D1 και D1E.
θθ) Των 24 ετών για τις κατηγορίες D και DE.
Οι παραπάνω απαιτούμενες ηλικίες για τις κατηγορίες C1,C1E, C, CE μειώνονται στα 18 έτη και για τις κατηγορίες D1, D1E, D και DE στα 21 έτη με την επιφύλαξη των διατάξεων περί χορήγησης Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Ικανότητας (ΠΕΙ) σε οδηγούς των κατηγοριών αυτών. Αν ο υποψήφιος για χορήγηση της κατηγορίας ΑΜ δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών, απαιτείται επιπλέον η έγγραφη συναίνεση του προσώπου που ασκεί την επιμέλειά του, η οποία παρέχεται πάνω στην αίτηση.
δ) Πληροί τις ελάχιστες απαιτούμενες προδιαγραφές σωματικής και διανοητικής ικανότητας του Παραρτήματος III.
ε) Έχει πραγματοποιήσει τον εκάστοτε προβλεπόμενο ελάχιστο αριθμό μαθημάτων θεωρητικής εκπαίδευσης και εκπαίδευσης προσόντων και συμπεριφοράς, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του Παραρτήματος ΙΙ.
στ) Έχει πετύχει σε θεωρητική εξέταση και σε εξέταση προσόντων και συμπεριφοράς, στα θέματα των παραρτημάτων II ή V ή και VI, όπου και εάν κατά περίπτωση απαιτείται.
ζ) Δεν είναι κάτοχος άδειας οδήγησης ελληνικής ή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Νορβηγίας, της Ισλανδίας ή του Λιχτενστάιν.
η) Καταβάλλει τα εκάστοτε προβλεπόμενα ποσά, τα πάγια τέλη χαρτοσήμου και τις εισφορές υπέρ τρίτων για κάθε κατηγορία άδειας οδήγησης. Τα πάγια τέλη χαρτοσήμου και οι εισφορές υπέρ τρίτων είναι αυτά που ισχύουν κατά το χρόνο παραλαβής της άδειας οδήγησης και καταβάλλονται τουλάχιστον πριν την αποστολή της προς εκτύπωση.
Τα πάγια τέλη χαρτοσήμου και οι εισφορές υπέρ τρίτων καταβάλλονται μόνο για τις κατηγορίες αδειών οδήγησης, οι οποίες χορηγούνται κατόπιν εξετάσεων και όχι για αυτές που χορηγούνται λόγω κάλυψής τους από άλλη μεγαλύτερη κατηγορία, σύμφωνα με το άρθρο 4.
2. Όπου στο παρόν αναφέρεται ως προϋπόθεση η ηλικία, για τον υπολογισμό αυτής, λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία και το έτος γέννησης του ενδιαφερομένου. Αν δεν προκύπτει η ημέρα ή ο μήνας, τότε, λαμβάνεται ως ημέρα γέννησης η τελευταία του μήνα γέννησης και ως μήνας γέννησης, ο τελευταίος του έτους γέννησης.
3. Υποψήφιος οδηγός ή οδηγός, ο οποίος εντός τριετίας από την υποβολή της αίτησης και των δικαιολογητικών για χορήγηση άδειας οδήγησης, δεν έχει ολοκληρώσει με επιτυχία το σύνολο των απαιτούμενων εξετάσεων, υποχρεούται να επανέλθει με νέα αίτηση και δικαιολογητικά και να υποβληθεί εκ νέου σε εκπαίδευση και εξετάσεις.
4. Σε περίπτωση απώλειας του εντύπου της άδειας οδήγησης με οποιονδήποτε τρόπο ή φθοράς ή αλλοίωσης του εντύπου της άδειας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι δυσχερής ο έλεγχος των στοιχείων της, χορηγείται αντίγραφο αυτής, το οποίο έχει ισχύ πρωτοτύπου. Για την έκδοση του αντιγράφου απαιτείται η καταβολή των εκάστοτε προβλεπόμενων ποσών.
Η παραπάνω διάταξη έχει εφαρμογή και στους κατόχους άδειας οδήγησης από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από τη Νορβηγία ή την Ισλανδία ή το Λιχτενστάιν, εφόσον ο κάτοχος της άδειας αποκτήσει την κανονική του διαμονή στην Ελλάδα. Η έκδοση αντιγράφου στην περίπτωση αυτή, πραγματοποιείται αφού προσκομιστεί επίσημο έγγραφο του κράτους έκδοσης της άδειας οδήγησης, με το οποίο βεβαιώνεται η έκδοσή της, τα αναγκαία στοιχεία της (κατηγορίες, χρόνος έκδοσης, διοικητική ισχύς κ.λπ.) και ότι η άδεια αυτή δεν κρατείται από οποιαδήποτε αρχή του κράτους έκδοσης για οποιονδήποτε λόγο.
Άρθρο 7
(άρθρο 7 της Οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Ανανέωση αδειών οδήγησης
1. Η ανανέωση κάθε κατηγορίας άδειας οδήγησης επιτρέπεται να γίνει οποτεδήποτε, εφόσον ο κάτοχος της άδειας:
α. Έχει την κανονική του διαμονή στην Ελλάδα ή φοιτά σε πανεπιστήμιο ή σχολείο της χώρας για τουλάχιστον έξι μήνες συνεχώς ή αθροιστικά, κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο.
β. Πληροί τις ελάχιστες απαιτούμενες προδιαγραφές σωματικής και διανοητικής ικανότητας του Παραρτήματος III.
γ. Καταβάλει τα εκάστοτε προβλεπόμενα ποσά, τα πάγια τέλη χαρτοσήμου και τις εισφορές υπέρ τρίτων.
2. Κατά την ανανέωση οποιασδήποτε κατηγορίας και εφόσον οι ελάχιστες απαιτούμενες προδιαγραφές σωματικής και διανοητικής ικανότητας του Παραρτήματος ΙΙΙ, οι οποίες απαιτούνται για τη συγκεκριμένη προς ανανέωση κατηγορία, καλύπτουν και άλλη κατηγορία της συγκεκριμένης άδειας, επιτρέπεται η ταυτόχρονη ανανέωση και των καλυπτόμενων κατηγοριών, χωρίς να έχει λήξει η ισχύς τους.
Ως έναρξη της ισχύος οποιασδήποτε κατηγορίας άδειας οδήγησης, η οποία ανανεώθηκε, θεωρείται η ημέρα κατάθεσης της αίτησης και των δικαιολογητικών ανανέωσης, εφόσον ο ενδιαφερόμενος πληροί τις ελάχιστες απαιτούμενες προδιαγραφές του Παραρτήματος ΙΙΙ, για τη συγκεκριμένη ή τις συγκεκριμένες κατηγορίες.
3. Άδειες οδήγησης οποιασδήποτε κατηγορίας, οι οποίες έχουν εκδοθεί από κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή την Νορβηγία ή την Ισλανδία ή το Λιχτενστάιν και έχει λήξει η ισχύς τους, ανανεώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος.
Άρθρο 8
(άρθρο 2 παρ.1 και άρθρο 11 της Οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Αμοιβαία αναγνώριση και Ανταλλαγή αδειών οδήγησης
1. Ισχύουσα άδεια οδήγησης που έχει εκδοθεί από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθεί να ισχύει στο ελληνικό έδαφος, ως έχει, εφόσον τηρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης της αντίστοιχης κατηγορίας άδειας οδήγησης του παρόντος διατάγματος.
2. Άδεια οδήγησης, η οποία εκδόθηκε από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από τη Νορβηγία, ή από την Ισλανδία ή από το Λιχτενστάιν, ανταλλάσσεται με ελληνική άδεια οδήγησης αντίστοιχων κατηγοριών, χωρίς εξέταση ιατρική, θεωρητική και προσόντων και συμπεριφοράς, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 9, εφόσον:
α. δεν έχει λήξει η ισχύς της προς ανταλλαγή, κατηγορίας, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 5,
β. ο κάτοχος της άδειας οδήγησης έχει την κανονική του διαμονή στην Ελλάδα ή την ιδιότητα του σπουδαστή ή του μαθητή επί έξι (6) τουλάχιστον μήνες στην Ελλάδα συνεχώς ή αθροιστικά, κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο, πριν από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης και των δικαιολογητικών ανταλλαγής,
γ. έχει συμπληρώσει την απαιτούμενη, για κάθε κατηγορία, ηλικία, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 6, και
δ. δεν κατέχει άλλη άδεια οδήγησης, ελληνική ή των κρατών της παρ. 1.
Κατά την ανταλλαγή, ο κάτοχος της ισχύουσας άδειας οδήγησης δεν υποχρεούται να καταβάλλει πάγια τέλη χαρτοσήμου και εισφορές υπέρ τρίτων. Τα τέλη αυτά και οι εισφορές καταβάλλονται κατά την ανανέωση της ελληνικής άδειας οδήγησης.
Η άδεια οδήγησης της αλλοδαπής επιστρέφεται στην υπηρεσία έκδοσής της.
3. Η αρμόδια για την ανταλλαγή υπηρεσία προβαίνει στον αναγκαίο έλεγχο, προκειμένου να διαπιστώσει ότι πράγματι ισχύει η κατηγορία της άδειας, της οποίας ζητείται η ανταλλαγή. Στο έντυπο της ελληνικής άδειας οδήγησης αναγράφονται οι απαιτούμενοι κωδικοί αριθμοί, όπως αυτοί ορίζονται στο Παράρτημα I. Κατά τα λοιπά, για την ανταλλαγή των αδειών οδήγησης, ισχύουν οι προϋποθέσεις του διατάγματος αυτού.
Άρθρο 9
(άρθρο 11 παρ. 2 & 4 της Οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Κωλύματα
1. Ο κάτοχος άδειας οδήγησης, που έχει εκδοθεί από κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τη Νορβηγία, την Ισλανδία ή το Λιχτενστάιν, ο οποίος βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια υπόκειται σε όλες τις ποινικές και αστυνομικές διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων που αφορούν τον περιορισμό, την αναστολή ισχύος, την αφαίρεση ή ακύρωση του δικαιώματος οδήγησης. Για όσο χρόνο διαρκεί η ποινή του περιορισμού ή της αναστολής ισχύος ή της αφαίρεσης ή της ακύρωσης του δικαιώματος οδήγησης, επιτρέπεται η ανταλλαγή της αλλοδαπής άδειας σε ελληνική, προκειμένου να υλοποιηθούν οι περιορισμοί αυτοί.
2. Άδεια οδήγησης η οποία έχει εκδοθεί από κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τη Νορβηγία, ή την Ισλανδία ή το Λιχτενστάιν, δεν ισχύει στην Ελλάδα, ούτε ανταλλάσσεται σε ελληνική, εάν εν τω μεταξύ:
α. η άδεια αυτή έχει ανακληθεί από το κράτος έκδοσής της, ή
β. στον κάτοχο της άδειας έχει εφαρμοσθεί ένα από τα μέτρα της παρ. 1, από το κράτος έκδοσης της άδειας οδήγησης.
Άρθρο 10
(άρθρο 1 παρ1 & άρθρο 3 παρ. 3 της Οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Άδεια οδήγησης
1. Η άδεια οδήγησης εκδίδεται σύμφωνα με το κοινοτικό υπόδειγμα του Παραρτήματος Ι.
2. Κάθε άδεια οδήγησης, η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, αποσύρεται από την κυκλοφορία το αργότερο έως τις 19-01-2033.
Άρθρο 11
Προδιαγραφές σωματικής και διανοητικής ικανότητας
1. Οι ελάχιστες απαιτούμενες προδιαγραφές σωματικής και διανοητικής ικανότητας των υποψηφίων οδηγών και των οδηγών καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ.
2. Η διαπίστωση πλήρωσης των ελάχιστων προδιαγραφών της παρ. 1 πραγματοποιείται από τους γιατρούς της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Ιατρικής Εξέτασης, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 638/1970 (Α΄173), όπως ισχύει και του Παραρτήματος ΙΙΙ.
3. Σε περίπτωση μείωσης της σωματικής ή διανοητικής ικανότητας για οδήγηση, ο κάτοχος της άδειας οδήγησης υποχρεούται σε ιατρική εξέταση. Για το σκοπό αυτό, αφαιρείται η άδεια οδήγησης από την αρμόδια υπηρεσία και ο κάτοχός της παραπέμπεται σε Δευτεροβάθμια Ιατρική Εξέταση για τη διαπίστωση πλήρωσης των ελάχιστων απαιτούμενων προδιαγραφών του Παραρτήματος ΙΙΙ. Εφόσον ο ενδιαφερόμενος κριθεί:
α. «ΙΚΑΝΟΣ», του επιστρέφεται η άδεια οδήγησης ή, εφόσον είναι απαραίτητη η αναγραφή τυχόν απαιτούμενων περιορισμών, χορηγείται νέο έντυπο.
β. «ΜΗ ΙΚΑΝΟΣ», και παρέλθει χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών από την ημερομηνία της εξέτασης αυτής, χωρίς ο ενδιαφερόμενος να ανακτήσει τις ελάχιστες απαιτούμενες προδιαγραφές του Παραρτήματος ΙΙΙ, η άδεια ανακαλείται (αφαιρείται οριστικά) και ακυρώνεται με απόφαση της οικείας Υπηρεσίας Μεταφορών και Επικοινωνιών.
4. Η διαδικασία της παραγράφου 3 εφαρμόζεται και στην περίπτωση παραπομπής σε ιατρική εξέταση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 13 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2696/1999 (Α΄ 57), όπως ισχύει.
Άρθρο 12
Εκπαίδευση και εξέταση υποψηφίων οδηγών και οδηγών
1. Οι υποψήφιοι οδηγοί ή οδηγοί, προκειμένου να λάβουν μέρος σε εξετάσεις για χορήγηση οποιασδήποτε κατηγορίας άδειας οδήγησης υποχρεούνται, προηγουμένως, να έχουν πραγματοποιήσει έναν ελάχιστο αριθμό μαθημάτων θεωρητικής εκπαίδευσης και εκπαίδευσης προσόντων και συμπεριφοράς.
Η θεωρητική εκπαίδευση και η εκπαίδευση προσόντων και συμπεριφοράς πραγματοποιούνται στα Κέντρα Θεωρητικής Εκπαίδευσης Υποψηφίων Οδηγών και στις Σχολές Οδηγών αντίστοιχα. Τα θέματα που περιλαμβάνονται στη θεωρητική εκπαίδευση και οι δοκιμασίες για την εκπαίδευση προσόντων και συμπεριφοράς καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ, ανάλογα με την κατηγορία της άδειας οδήγησης στην οποία πρόκειται να εξετασθεί ο ενδιαφερόμενος.
2. Ο αριθμός των ελάχιστων μαθημάτων θεωρητικής εκπαίδευσης και εκπαίδευσης προσόντων και συμπεριφοράς, για κάθε κατηγορία άδειας οδήγησης, καθώς και κάθε αναγκαία διαδικαστική λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου 1, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων όπως προβλέπεται από την παράγραφο 5β του άρθρου 16 του ν. 2465/1997 (Α΄ 28).
3. Η εκπαίδευση και η εξέταση του υποψηφίου οδηγού ή οδηγού στις δοκιμασίες προσόντων και συμπεριφοράς, πραγματοποιείται σε εκπαιδευτικό όχημα της συγκεκριμένης κατηγορίας, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του Παραρτήματος ΙΙ, με την παρουσία εκπαιδευτή υποψηφίων οδηγών. Η παρουσία εκπαιδευτή δεν είναι αναγκαία στην περίπτωση που η δοκιμασία προσόντων και συμπεριφοράς πραγματοποιείται εντός κλειστού χώρου (πίστα) για την εκτέλεση ειδικών δοκιμασιών. Κάθε αναγκαία διαδικαστική λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων όπως προβλέπεται από την παρ. 5β του άρθρου 16 του ν. 2465/1997 (Α΄ 28).
4. Εάν λόγω σωματικής αναπηρίας ή προβλημάτων υγείας του υποψηφίου, η οδήγηση επιτρέπεται μόνο για ορισμένους τύπους οχημάτων ή για ειδικά προσαρμοσμένα ή διασκευασμένα οχήματα, η εκπαίδευση και η εξέταση του ενδιαφερομένου πραγματοποιείται σε εκπαιδευτικό όχημα ίδιου τύπου ή με τις ίδιες προσαρμογές ή διασκευές με αυτό που πρόκειται να οδηγήσει. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κατάλληλο εκπαιδευτικό όχημα, επιτρέπεται η εκπαίδευση και εξέταση του ενδιαφερομένου με το όχημα το οποίο πρόκειται να οδηγεί (παρ. 2 του άρθρου 5 της Οδηγίας 2006/126).
5. Σε περίπτωση πρόκλησης οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης ή της εξέτασης, η ευθύνη βαρύνει τον παριστάμενο εκπαιδευτή, εκτός της περίπτωσης που η εξέταση πραγματοποιείται σε κλειστούς χώρους (πίστες) χωρίς την ενεργό συμμετοχή του, σύμφωνα με τις περί υπαιτιότητας διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Δεν αποκλείεται όμως η ευθύνη του υποψηφίου οδηγού ή οδηγού, εφόσον, κατά τις παραπάνω διατάξεις, υφίσταται τέτοια ευθύνη.
Άρθρο 13
Οικονομικά θέματα
1. Για κάθε πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια ιατρική εξέταση υποψηφίου οδηγού ή οδηγού, καταβάλλεται, το ποσό των ενενήντα (90) ΕΥΡΩ, και αποτελεί έσοδο του τακτικού προϋπολογισμού του Κράτους. Το ποσό αυτό δεν καταβάλλεται όταν, η παραπομπή του ενδιαφερομένου γίνεται από την αρμόδια υπηρεσία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 8 του άρθρου 13 Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2696/1999 (Α΄ 57), όπως ισχύει.
Σε περίπτωση πρωτοβάθμιας ιατρικής εξέτασης, όπου ο ενδιαφερόμενος εξετάζεται μόνο από ένα γιατρό (παθολόγο ή οφθαλμίατρο, κατά περίπτωση), αντί του ποσού των ενενήντα (90) ΕΥΡΩ, καταβάλλεται το ποσό των σαράντα πέντε (45) ΕΥΡΩ.
2. Για κάθε θεωρητική εξέταση ή για κάθε εξέταση προσόντων και συμπεριφοράς υποψηφίου οδηγού ή οδηγού, καταβάλλεται, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ποσό δέκα (10) ΕΥΡΩ.
3. Για την εκτύπωση της άδειας οδήγησης καταβάλλεται, ποσό τριάντα (30) ΕΥΡΩ, και αποτελεί έσοδο του τακτικού προϋπολογισμού του Κράτους.
4. Σε κάθε περίπτωση έκδοσης αντιγράφου άδειας οδήγησης λόγω απώλειας ή κλοπής, καταβάλλεται, πέραν του αναγκαίου ποσού για την εκτύπωση της άδειας και ποσό ως εξής:
α. Τριάντα (30) ΕΥΡΩ, για την περίπτωση έκδοσης πρώτου αντιγράφου,
β. Εξήντα (60) ΕΥΡΩ, για την περίπτωση έκδοσης δεύτερου, τρίτου, τέταρτου κ.ο.κ. αντιγράφου.
Τα παραπάνω ποσά δεν καταβάλλονται στην περίπτωση απώλειας της άδειας οδήγησης λόγω μερικής (διάρρηξη) ή ολικής κλοπής αυτοκινήτου ή καταστροφής του από πυρκαγιά ή πλημμύρα που αποδεικνύεται από έγγραφα αρμόδιας Αρχής.
5. Για τη χορήγηση ή τη μετατροπή ή την ανανέωση οποιασδήποτε κατηγορίας άδειας οδήγησης ή για την έκδοση αντιγράφου άδειας οδήγησης καταβάλλεται πάγιο τέλος χαρτοσήμου και εισφορά υπέρ τρίτων, όπως αυτά ορίζονται στις οικείες διατάξεις.
6. Το ποσό για την εκτύπωση της άδειας οδήγησης αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων όπως προβλέπεται στην παρ. 7 περ. δ΄ του άρθρου 3 του Π.Δ. 355/1994 (Α΄189) η οποία προστέθηκε με το άρθρο 16 παρ. ΙΙ του ν. 3534/2007 (Α΄ 40).
Άρθρο 14
(άρθρο 5 παρ.1 της Οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Κωδικοί αριθμοί
Οι όροι υπό τους οποίους επιτρέπεται στον κάτοχο άδειας οδήγησης, να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα, οι τυχόν ιατρικοί και διοικητικοί περιορισμοί, καθώς και οι τυχόν διασκευές του οχήματος που επιτρέπεται να οδηγεί, αναγράφονται στην άδεια οδήγησης, με την μορφή κωδικών αριθμών, όπως αυτοί, περιγράφονται στο Παράρτημα Ι.
Άρθρο 15
(άρθρο 10 της Οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Προσόντα εξεταστών υποψηφίων οδηγών και οδηγών
1. Οι υπάλληλοι – εξεταστές προσόντων και συμπεριφοράς των υποψηφίων οδηγών, ή οδηγών, πρέπει αποδεδειγμένα να πληρούν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, καθώς και τις γενικές προϋποθέσεις, που προβλέπονται στο Παράρτημα IV. Επιπλέον, υπόκεινται στις διαδικασίες ποιοτικού ελέγχου και διαρκούς επιμόρφωσης του ιδίου Παραρτήματος.
2. Όσοι έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις της παραγράφου 1, βάσει προγενέστερων διατάξεων, επιτρέπεται να ασκούν το έργο αυτό και μετά τις 18/1/2013, εφόσον υπόκεινται σε διαδικασίες ποιοτικού έλεγχου και τακτικής επιμόρφωσης, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της παρ. 4 του παραρτήματος IV του παρόντος.
3. Ειδικότερες προϋποθέσεις, όροι και εξαιρέσεις για τη συμμετοχή υπαλλήλων στο έργο της θεωρητικής εξέτασης και της εξέτασης προσόντων και συμπεριφοράς υποψηφίων οδηγών και οδηγών, καθώς και κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων όπως προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 16 του ν. 2592/1998 (Α΄ 57).
Άρθρο 16
Αρμοδιότητες
1. Αρμόδια υπηρεσία για την ανανέωση άδειας οδήγησης είναι κάθε Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών περιφέρειας της Χώρας, υπό την προϋπόθεση ιατρικής εξέτασης του ενδιαφερόμενου από ιατρούς συμβεβλημένους με την προαναφερόμενη Δ/νση Μεταφορών και Επικοινωνιών όπου καταθέτει την αίτηση.
Αρμόδια υπηρεσία για την ανάκληση κατηγορίας άδειας οδήγησης, η οποία χορηγήθηκε καθ’ υπέρβαση των κείμενων διατάξεων, είναι η Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών η οποία χορήγησε τη συγκεκριμένη άδεια.
Αρμόδια υπηρεσία για τον έλεγχο γνησιότητας της άδειας οδήγησης είναι η Διεύθυνση χορήγησης της πιο πρόσφατης χρονικά κατηγορίας.
Αρμόδια υπηρεσία για την εκτέλεση αποφάσεων αφαίρεσης ή ανάκλησης άδειας οδήγησης είναι η Ελληνική Αστυνομία.
Αρμόδια υπηρεσία για οποιαδήποτε άλλη διοικητική πράξη σχετική με την άδεια οδήγησης όπως χορήγηση, ανταλλαγή, μετατροπή, επέκταση, έκδοση της άδειας οδήγησης και, αντιγράφου αυτής, για την αφαίρεση ή/και ακύρωση του εντύπου της άδειας οδήγησης και την παραπομπή του ενδιαφερόμενου σε ιατρική εξέταση, είναι η Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών, στην περιοχή της οποίας έχει την κατοικία του ο ενδιαφερόμενος.
2. Εάν ο ενδιαφερόμενος κατά τη διαδικασία χορήγησης άδειας οδήγησης και πριν ολοκληρωθεί το σύνολο των απαιτούμενων εξετάσεων, αλλάξει τόπο κατοικίας, σε περιοχή εκτός της αρμοδιότητας της Υπηρεσίας κατάθεσης της αίτησης και των δικαιολογητικών, ο σχετικός φάκελος μεταφέρεται στην Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών της περιοχής της νέας κατοικίας του. Στην περίπτωση αυτή η διαδικασία χορήγησης συνεχίζεται από τη νέα αυτή Υπηρεσία.
3. Κατά τα λοιπά, για την εφαρμογή του άρθρου αυτού, ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος διατάγματος.
Άρθρο 17
Κυρώσεις
1. Στους παραβάτες των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 12 του διατάγματος αυτού, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης από 1 μέχρι 6 μήνες.
2. Αυτός που υπογράφει και σφραγίζει με τη σφραγίδα γιατρού πρωτοβάθμιας ιατρικής εξέτασης, πιστοποιητικό υγείας υποψηφίου οδηγού ή οδηγού, ενώ δεν έχει την αρμοδιότητα αυτή, τιμωρείται με τις ποινές του άρθρου 216 του Ποινικού Κώδικα.
Αν οι πράξεις αυτές πραγματοποιούνται από υπάλληλο ή ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, τότε, παράλληλα και ανεξάρτητα με τις ποινικές κυρώσεις, αφαιρείται οριστικά η άδεια του εκπαιδευτή υποψηφίων οδηγών, όλων των ιδιοκτητών της συγκεκριμένης σχολής με απόφαση του οικείου Περιφερειάρχη, κατά περίπτωση.
3. Υποψήφιος οδηγός ή οδηγός που κάνει χρήση πιστοποιητικού υγείας της παρ. 2, τιμωρείται με τις ποινές του άρθρου 216 του Ποινικού Κώδικα.
4. Γιατρός πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας ιατρικής εξέτασης, ο οποίος χορηγεί πιστοποιητικό υγείας ή υπογράφει πρακτικό Δ.Ι.Ε., αντίστοιχα, με την ένδειξη «ΙΚΑΝΟΣ», ενώ ο υποψήφιος οδηγός, ή οδηγός δεν πληροί τις ελάχιστες απαιτούμενες προδιαγραφές σωματικής και διανοητικής ικανότητας του Παραρτήματος ΙΙΙ, τιμωρείται με τις ποινές των άρθρων 217 του Ποινικού Κώδικα. Παράλληλα και ανεξάρτητα από την ποινή αυτή, καταγγέλλεται, από την αρμόδια Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών, η σύμβασή του. Ο συγκεκριμένος γιατρός δεν δικαιούται πλέον να συμβληθεί με Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών για πρωτοβάθμια ιατρική εξέταση, ούτε να μετέχει σε Δευτεροβάθμια Ιατρική Επιτροπή.
5. Η σύμβαση γιατρού πρωτοβάθμιας ιατρικής εξέτασης, ο οποίος αρνείται την παροχή υπηρεσιών ή απαιτεί τη λήψη πρόσθετης ιατρικής αμοιβής από τον υποψήφιο, καταγγέλλεται από την αρμόδια Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών, αποκλείεται δε η σύναψη νέας συμβάσεως από αυτόν πριν την παρέλευση ενός έτους από την καταγγελία.
Άρθρο 18
Αντιστοιχία
1. Η αντιστοιχία μεταξύ κατηγοριών ή υποκατηγοριών άδειας οδήγησης, οι οποίες χορηγήθηκαν με προγενέστερες, του παρόντος, διατάξεις και κατηγοριών που ορίζονται με το διάταγμα αυτό, καθορίζεται με βάση τα τεχνικά χαρακτηριστικά των οχημάτων τα οποία επιτρέπεται να οδηγούνται από τον κάτοχο συγκεκριμένης κατηγορίας ή υποκατηγορίας άδειας οδήγησης και την ηλικία των κατόχων, ως εξής:
Κατηγορίες αδειών οδήγησης σύμφωνα με την Οδηγία 80/1263/ΕΟΚ ή προγενέστερες διατάξεις Κατηγορίες αδειών οδήγησης σύμφωνα με την Οδηγία 2006/126/ΕΚ
Α A
Β Β
Γ C
Δ D
Ε ΒΕ, CE, DE
Κατηγορίες αδειών οδήγησης σύμφωνα με την Οδηγία 91/439/ΕΟΚ Κατηγορίες αδειών οδήγησης σύμφωνα με την Οδηγία 2006/126/ΕΚ τηρουμένων των ηλικιών του παρόντος προεδρικού διατάγματος
Α1 ή Α με κωδικό 72 A1
Α σταδιακής πρόσβασης Α2
A A
Β1 ή Β με κωδικό 73 Β1
Β Β
Γ1 ή Γ με κωδικό 74 C1
Γ C
Δ1 ή Δ με κωδικό 75 D1
Δ D
Β+Ε ΒΕ
Γ1+Ε ή Γ+Ε με κωδικό 76 C1E
Γ+Ε CE
Δ1+Ε ή Δ+Ε με κωδικό 77 D1E
Δ+Ε DE
2. Άδειες οδήγησης μοτοποδηλάτου, οι οποίες χορηγήθηκαν από τις Υπηρεσίες Τροχαίας της Ελληνικής Αστυνομίας, αντιστοιχούν στην κατηγορία ΑΜ του παρόντος διατάγματος. Αυτού του είδους οι άδειες οδήγησης, εντός διετίας από τη θέση σε ισχύ του παρόντος διατάγματος, πρέπει να κατατεθούν στις αρμόδιες Υπηρεσίες Μεταφορών και Επικοινωνιών προς αντικατάσταση με το νέο έντυπο με την υποβολή μόνο του παραβόλου της εκτύπωσής του. Μετά την λήξη της προθεσμίας αυτής τα έντυπα των αδειών οδήγησης μοτοποδηλάτων που έχουν εκδοθεί μέχρι 18-1-2013 από τις Υπηρεσίες Τροχαίας της Ελληνικής Αστυνομίας παύουν να ισχύουν. Όσοι οδηγούν με τέτοιου είδους άδεια οδήγησης τιμωρούνται με διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 95 του Κ.Ο.Κ.
Άρθρο 19
Μεταβατικές διατάξεις
1. Ενδιαφερόμενος ο οποίος υποβάλλει αίτηση και δικαιολογητικά για χορήγηση οποιασδήποτε κατηγορίας άδειας οδήγησης και δεν ολοκληρώσει με επιτυχία τις απαιτούμενες εξετάσεις μέχρι και τις 18-1-2013, υπάγεται πλέον στις διατάξεις του παρόντος διατάγματος περί χορήγησης αδειών οδήγησης. Οι απαιτούμενες εξετάσεις θεωρούνται περατωθείσες με την επιτυχία του υποψηφίου οδηγού στην πρακτική εξέταση και την έκδοση σχετικού Πρακτικού Εξετάσεων Υποψηφίων Οδηγών.
Τα ποσά που υποχρεούνται να καταβάλουν οι παραπάνω ενδιαφερόμενοι είναι αυτά που ορίζουν οι οικείες διατάξεις, οι οποίες ισχύουν, κατά το χρόνο υποχρέωσης καταβολής κάθε συγκεκριμένου ποσού.
2. Άδειες οδήγησης οι οποίες χορηγήθηκαν με προγενέστερες, της 19-1-2013, διατάξεις, εξακολουθούν να ισχύουν με τους όρους και προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκαν, μέχρι τη λήξη της ισχύος τους με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 10 και της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του παρόντος διατάγματος. Μετά τη λήξη της ισχύος τους, οι άδειες αυτές ανανεώνονται με τους όρους και προϋποθέσεις του παρόντος διατάγματος.
Άρθρο 20
(άρθρο 17 της Οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Καταργούμενες διατάξεις
1. Από τις 19/1/2013 καταργούνται:
α. οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 2898/2001 (Α΄ 71) και των, σε εκτέλεση της παραγράφου αυτής εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων.
β. οι διατάξεις των παρ. 3, 4 και 5 του άρθρου 15 του ν. 3534/2007 (Α΄ 40).
γ. οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 43 του ν. 2963/2001 (Α΄ 268), όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 15 του ν. 3534/2007 (Α΄ 40).
δ. οι διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 2963/2001 (Α΄ 268).
ε. το Π.Δ. 19/1995 (Α΄15) στο σύνολό του, καθώς και των Παραρτημάτων του, όπως ισχύει
στ. τις Κ.Υ.Α. 43206/6028/2008 (Β΄ 1541) και 29240/ 3729/2010 (Β΄ 1409)
ζ. κάθε άλλη διάταξη που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος ή ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτές.
2. Από τις 10-9-2014 καταργούνται οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 3446/2006 (Α΄ 49) και των, σε εκτέλεση της παραγράφου αυτής, εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων.
3. Μέχρι την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος προβλεπομένων κανονιστικών πράξεων, εξακολουθούν να ισχύουν, κατά το μέρος που δεν αντιτίθενται στο παρόν, οι υφιστάμενες κανονιστικές πράξεις που ρυθμίζουν τα αντίστοιχα θέματα.
Άρθρο 21
Παραρτήματα
Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του διατάγματος αυτού, τα συνημμένα Παραρτήματα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V και VI.
Άρθρο 22
(άρθρο 16 παρ. 2 της οδηγίας 2006/126/ΕΚ)
Ισχύς
1. Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει στο σύνολό του από 19/1/2013.
2. Οι διατάξεις:
α) του στοιχείου θ της παρ. 1 του άρθρου 2, β) του στοιχ. β της παρ.2 του άρθρου 4, γ) του στοιχ. δ της παρ.1 και της παρ. 4 του άρθρου 6, δ) των άρθρων 8, 9, ε), καθώς και τα Παραρτήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ ισχύουν από 19/1/2009.
Αριθμ. Α3/43911/5148 – ΦΕΚ B 2862 – 08.09.2016
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2015/653/ΕΕ της Επιτροπής της 24ης Απριλίου 2015 η οποία τροποποιεί την Οδηγία 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την άδεια οδήγησης.
NOMOΣ 4383/2016 – ΦΕΚ A 72 – 20.04.2016
Άρθρο τρίτο
Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 51/2012 (Α 101)
[gview file=”https://www.odigostoupoliti.eu/wp-content/uploads/2015/12/72a_2016-nomos-4383-adeia-odigisis.pdf”]
Αριθμ. Α3/71537/10872 – ΦΕΚ B 2734 – 16.12.2015
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/85/ΕΕ της Επιτροπής της 1ης Ιουλίου 2014 η οποία τροποποιεί την Οδηγία 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την άδεια οδήγησης.
Τροποποιήσεις Παραρτημάτων του Πδ 51/2012