Υποχρεωτική χορήγηση της ετήσιας άδειας έως 31 Δεκεμβρίου
Ο εργοδότης θα πρέπει να χορηγεί στους εργαζόμενους έως και την 31 Δεκεμβρίου του τρέχοντος ημερολογιακού έτους το υπόλοιπο της αδείας που αναλογεί στον κάθε εργαζόμενο έστω κι αν ακόμη δεν έχει ζητηθεί από αυτούς.
Σε περίπτωση μη χορήγησης της άδειας από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια) υποχρεούται να καταβάλλει σε αυτούς αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%
Εγκύκλιος επί του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004
Στο ΦΕΚ 267/Α/28-12-2004, δημοσιεύθηκε ο Ν.3302/2004 «Ρύθμιση ετήσιας άδειας εργαζομένων και άλλες διατάξεις».
Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του ανωτέρω νομοθετήματος, ρυθμίζονται θέματα που αφορούν την ετήσια άδεια με αποδοχές.
Για την ομοιόμορφη εφαρμογή της σχετικής διάταξης του άρθρου αυτού, σας παρέχουμε τις πιο κάτω διευκρινίσεις.
Α. ΕΤΗΣΙΑ Α∆ΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Με το άρθρο 1 του Ν.3302/2004 αντικαθίσταται η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν.539/1945, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρ.2 του Ν.1346/1983 και αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρ.13 του Ν.3227/2004 και επαναφέρεται το «ημερολογιακό έτος» ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων.
Παράλληλα, διευκρινίζεται πλήρως και συμπληρώνεται η διαδικασία λήψης της άδειας κατά τα δύο πρώτα ημερολογιακά έτη της εργασιακής σχέσης του μισθωτού.
-Ειδικότερα, με τη νέα παράγραφο 1α του Α.Ν.539/1945, προβλέπεται ότι όλοι οι εργαζόμενοι οι οποίοι συνδέονται με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχή απασχόληση.
Η εν λόγω διάταξη της παρ.1α, όπως και η αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 6 του Ν.3144/2003, καταργεί το βασικό χρόνο εργασίας-αναμονής (12 μήνες σύμφωνα με τον Α.Ν.539/1945 ή 10 μήνες κατά την ΕΣΣΕ του έτους 2002), τον οποίο έπρεπε να συμπληρώσει ο μισθωτός στον ίδιο εργοδότη για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψης άδειας.
Οι ρυθμίσεις αυτές του Ν.3302/2004, εφαρμόζουν τη νομολογία του ∆ικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (υπόθεση C-173/1999 της 28ης-06-01), η οποία ερμήνευσε το άρθρο 7 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ, σχετικά με τη χορήγηση ετήσιας άδειας με αποδοχές.
Σύμφωνα με την εν λόγω κοινοτική ρύθμιση, όπως ερμηνεύτηκε με τη σχετική απόφαση του ∆ικαστηρίου, κάθε εργαζόμενος δικαιούται κατ’ελάχιστον 4 εβδομάδες άδειας κατ’έτος, η οποία δύναται να χορηγηθεί pro rata temporis (κατ’ αναλογία του χρόνου απασχόλησης , βλ. έκθεση Ευρ. Κοινοβουλίου).
Η ετήσια άδεια των εργαζομένων και το επίδομα άδειας
Ι. Ρύθμιση άδειας κατά το 1ο ημερολογιακό έτος
ΙΙ. Ρύθμιση άδειας κατά το 2ο ημερολογιακό έτος
IΙΙ. Ρύθμιση άδειας κατά το τρίτο και επόμενα ημερολογιακά έτη
Β. ΕΠΙ∆ΟΜΑ Α∆ΕΙΑΣ
Όσον αφορά στο επίδομα αδείας, τονίζονται τα εξής:
Όπως είναι γνωστό, κάθε εργαζόμενος μαζί με την άδεια δικαιούται αποδοχές αδείας καθώς και επίδομα αδείας (άρ.3, παρ.16 Ν.4504/1966). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας-είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δε δύναται να υπερβεί για όσους μεν αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ημερομίσθια. Ως εκ τούτου, οι μισθωτοί οι οποίοι λαμβάνουν τμήμα ή ολόκληρη την άδεια, δικαιούνται και ανάλογες αποδοχές επιδόματος αδείας τόσο για το πρώτο και δεύτερο ημερολογιακό έτος, όσο και για τα επόμενα έτη.
Γ. ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (άρ.1, παρ.3 του Ν.1346/1983).
Ως εκ τούτου και εφ’ όσον κατά το χρονικό σημείο της λύσεως της σχέσης εργασίας δεν έχει εξαντληθεί το δικαίωμα της άδειας, στα πλαίσια της διάταξης του άρ.1 του Ν.3302/2004, προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις:
α. Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος (εντός του οποίου προσελήφθη) ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης. Επίσης, δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας, (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
β. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης και άλλα 2 ημερομίσθια ανά μήνα ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων)
γ. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους αδείας και επιδόματος αδείας, που αντιπροσωπεύουν αυτές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός εάν ελάμβανε την άδειά του κατά το χρονικό διάστημα της λύσης της σχέσης εργασίας.
Εγκύκλιος 1/3/2005 του Υπουργείου Απασχόλησης επί του άρθρου 1 του Ν.3302/2004 με παραδείγματα
ONLINE ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ