Για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση (άρθρα.362 – 362 , 368 παρ. 1 εδ. α ΠΚ), ενώ σημειώνεται ότι κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 368 ΠΚ, αν ο παθών είναι δημόσιος υπάλληλος και η πράξη συνέβη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της, έχουν επίσης δικαίωμα να υποβάλουν έγκληση η προϊσταμένη αρχή και ο αρμόδιος υπουργός.
Σύμφωνα με τις παραγράφους 2,3 του άρθρου 46 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει από το άρθρο 28 παρ. 1 Ν. 4055/2012, ο εγκαλών κατά την υποβολή των απολύτως κατ’ έγκληση διωκομένων εγκλημάτων, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού (100) ευρώ, του οποίου το ύφος δύναται να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας.
Άλλως, αν δεν κατατεθεί δηλαδή το προβλεπόμενο παράβολο η έγκληση απορρίπτεται από τον Εισαγγελέα ως απαράδεκτη με διάταξη κατά της οποίας δε χωρεί προσφυγή κατ’ άρθρο 48 ΚΠΔ.
Για αξιόποινες όμως πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παραβόλου.
Σκοπός του νομοθέτη στην περίπτωση αυτή είναι να μην επιβαρύνεται οικονομικά το δημόσιο όργανο κατά την υποβολή εγκλήσεων στις οποίες προβαίνει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και εξαιτίας της εκτέλεσης αυτής, δηλαδή να μην επιβαρύνεται κατά την καταμήνυση αξιόποινων πράξεων οι οποίες το έπληξαν προσωπικά ως δημόσιο όργανο και υπάλληλο για ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την άσκηση του ευρύτερου κύκλου των ανατεθειμένων σε αυτό καθηκόντων, αλλά επίσης και να μην αποθαρρύνεται ενδεχομένως να καταγγέλλει κατάφωρες σε βάρος του ενέργειες που προσέβαλαν την προσωπικότητα και υπόληψή του ως μέλος Δημόσιας Υπηρεσίας και φορέα της σχετικής σε κάθε περίπτωση δημόσιας εξουσίας κατά τη σύννομη εκ μέρους του άσκηση της τελευταίας.
Περαιτέρω καθήκον κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 2 εδ. τελ. ΚΠΔ, πρέπει να νοείται εκείνο που προκύπτει από νόμο ή διοικητική πράξη κανονιστικού χαρακτήρα ή με βάση ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή τη φύση της υπηρεσίας, χωρίς να απαιτείται, όπως στο αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, η σύνδεση του καθήκοντος αυτού με την άσκηση απολύτως συγκεκριμένης δραστηριότητας στο πλαίσιο της καθ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητας (ΟλΑΠ 7/2008).
Αρκεί δηλαδή το καθήκον να αναφέρεται γενικότερα σε ενέργειες που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο βεβαίως της καθ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητας του οργάνου ή υπαλλήλου, όπως προσδιορίζονται από το δίκαιο που διέπει την υπηρεσία, χωρίς να αφορά εξειδικευμένη υπηρεσιακή δράση στο πλαίσιο ενεργειών που γίνονται καθ ύλη και κατά τόπον αρμοδίως, αφού εν προκειμένω δε θίγεται η υπηρεσιακή λειτουργία από δόλια και σκόπιμη ενέργεια υπαλλήλου, αλλά ο ίδιος αυτός ο υπάλληλος ως εκ της ιδιότητας και της δράσης του, παρά τον σύννομο χαρακτήρα αυτής.
Διαφορετικά θα αναιρείτο σημαντικά ο σαφώς εκπεφρασμένος σκοπός του νομοθέτη και θα ετίθετο ερμηνευτικά αυθαίρετη διάκριση, καθόσον το δημόσιο όργανο ή ο δημόσιος υπάλληλος που προσβλήθηκε κατά την τέλεση των γενικώς ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων θα έπρεπε αδικαιολόγητα να επιβαρυνθεί οικονομικά κατά την έναρξη του ποινικού δικαστικού αγώνα προς αποκατάσταση της προσβολής και τιμωρία του υπαιτίου προσώπου σε σχέση με κάποιο άλλο δημόσιο υπάλληλο που έτυχε να προσβληθεί κατά την τέλεση πιο ειδικών καθηκόντων που είχαν ανατεθεί.
Αριθμός 116/2017 ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ Ποινικό Τμήμα
Το πλήρες κείμενο της ως άνω απόφασης του Αρείου Πάγου στο ιστολόγιο dikastis.blogspot.gr