Δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 1/2023 Απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, η οποία συνεδρίασε στις 26 Ιανουαρίου 2023 προκειμένου να κρίνει αναφορικά με την νομιμοποίηση των Servicers που διαχειρίζονται απαιτήσεις οι οποίες τιτλοποιήθηκαν με το ν.3156/2003.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.
Αντιθέτως, εννέα μέλη του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα οι Αρεοπαγίτες Κωστούλα Πρίγγουρη, Ελένη Μπερτσιά, Παρασκευή Τσούμαρη, Παναγιώτης Βενιζελέας, Κωνσταντίνα Νάκου, Μαρία Χασιρτζόγλου, Ευτύχιος Νικόπουλος, Χρυσούλα Πλατιά και Βαρβάρα Πάπαρη, μειοψήφησαν και είχαν την ακόλουθη γνώμη:
δεν είναι επιτρεπτή η παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των νόμων 4354/2015 και 3156/2003, ώστε οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του Ν. 4354/2015 να διαθέτουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων, όχι μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4354/2015, αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, για τους ακόλουθους λόγους: Επειδή η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαδίκων διασπά τον θεμελιώδη δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίον συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο το υποκείμενο της επίδικης έννομη σχέσεως και ο νομιμοποιούμενος προς διεξαγωγή της δίκης, αυτή είναι επιτρεπτή μόνο στις κατά νόμο αναγνωριζόμενες περιπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να γενικευθούν με συμφωνία των μερών, ούτε να επεκταθούν, βάσει αναλογικής εφαρμογής ή ερμηνείας, γι’ αυτό και η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων οφείλει να είναι “αυστηρή”.
Τούτο σημαίνει ότι η ένταξη μιας περιπτώσεως στην κατηγορία του μη δικαιούχου η μη υπόχρεου διαδίκου πρέπει να στηρίζεται σε ρητή νομοθετική βούληση, δηλαδή σε συγκεκριμένες διατάξεις νόμου -και οπωσδήποτε όχι στην ιδιωτική αυτονομία- με την έννοια ότι απαιτείται από τις εν λόγω διατάξεις να προκύπτει άμεσα ότι πρόκειται για δικαστική άσκηση, στο όνομα ενός προσώπου, δικαιώματος που ανήκει σε άλλο πρόσωπο, δηλαδή σε άλλο φορέα, χωρίς βεβαίως να απαιτείται να διατυπώνεται η εξαιρετική νομιμοποίηση κατά τρόπο πανηγυρικό. Λόγω της αυστηρότητας της ρύθμισης, οφειλομένης στο γεγονός ότι επί εξαιρετικής αποκλειστικής νομιμοποίησης αποξενώνεται από τη δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης ο αληθής δικαιούχος ή υπόχρεος, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής του δικαιώματος ακροάσεως, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ουδέποτε κατέφυγε σε συνδυαστική εφαρμογή διατάξεων και σε αναλογική ή συμπληρωματική ή τελολογική ερμηνεία τους, για να αποδώσει εξουσία διεξαγωγής δίκης σε πρόσωπο ξένο προς το φορέα του δικαιώματος, όταν αυτό δεν προβλέπεται ρητά από συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου.
Αναλυτικά το πλήρες κείμενο της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στο areiospagos.gr