Διαδοχική ασφάλιση. Συνυπολογισμός χρόνου ασφάλισης με ενέργειες του ασφαλισμένου. Η διαδοχική ασφάλιση αποτελεί δικαίωμα του ασφαλισμένου. Ο ασφαλιστικός οργανισμός στον οποίο υποβλήθηκε αίτηση συνταξιοδότησης δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διαδοχικής ασφάλισης αν δεν υπάρχει ρητό αίτημα του ασφαλισμένου προς τούτο. Τα ασφαλιστικά όργανα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης δεν έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν τους ασφαλισμένους ότι μπορούν να συνυπολογίσουν τον χρόνο ασφάλισης που είχαν πραγματοποιήσει σε άλλον ασφαλιστικό φορέα.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Τμήμα 4ο Τριμελές
Αριθμός απόφασης: Α 535/2023
Απόσπασμα
2. Επειδή, στο, εφαρμοστέο ως εκ του χρόνου υποβολής του ένδικου συνταξιοδοτικού αιτήματος (η οποία έλαβε χώρα στις 5.7.2018, πρβλ. Σ.τ.Ε. 2594/2017, 2272/2013, 2025/2009, 3775/2006, 4766/1998, 1305/1990 κ.ά.), άρθρο 19 του ν. 4387/2016 (Α’ 85), το οποίο, δυνάμει του άρθρου 27 παρ. 1 του ίδιου νόμου, εφαρμόζεται και στους ασφαλισμένους του ΟΓΑ, προβλέπονταν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι πριν την τροποποίηση με το άρθρο 26 του ν. 4670/2020 (Α’ 43), τα εξής:
«1. Τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίστηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., δικαιούνται σύνταξη κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται στον Ε.Φ.Κ.Α.. Η αίτηση αυτή εξετάζεται από την αρμόδια Υπηρεσία του φορέα ή τομέα ή κλάδου ή λογαριασμού στην οποία υπάγονταν, λόγω ιδιότητας ή απασχόλησης, τα ανωτέρω πρόσωπα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ή του τελευταίου πριν την υποβολή της αίτησης φορέα, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό, σύμφωνα με τη νομοθεσία του εντασσόμενου φορέα, όπως ισχύει κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Η αίτηση εξετάζεται κατ1 αναλογία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του Ν.δ. 4202/1961 (Α’ 175), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του Ν. 1405/1983 (Α’ 180) και το άρθρο 14 του Ν. 1902/1990 (Α’ 138) και αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 3863/2010 (Α’ 115), προκειμένου να κριθεί ο αρμόδιος για κρίση του δικαιώματος φορέας, τομέας, κλάδος ή λογαριασμός. Ως χρόνος ασφάλισης που απαιτείται για την πλήρωση των ανωτέρω προϋποθέσεων αρμοδιότητας λογίζεται ο χρόνος υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφάλισης. […]
2. Η Υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α., που απονέμει κατά τα ανωτέρω τη σύνταξη, υπολογίζει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του παρόντος νόμου, το ποσό της σύνταξης με βάση το συνολικό χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλιση του ίδιου και των συμμετεχόντων -εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών. Οι συμμετέχοντες -εντασσόμενοι φορείς ενημερώνουν την αρμόδια Υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α. για το χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί στην ασφάλιση τους, τις αποδοχές που αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που απαιτείται. Ο τρόπος υπολογισμού των διατάξεων των άρθρων 7 και 8 του παρόντος νόμου ισχύει για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση και ανεξαρτήτως χρόνου που υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού. Τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο ισχύουν για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση και ανεξαρτήτως χρόνου που υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα.
3.α. Αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξετάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.δ. 4202/1961, (Α’ 175), όπως ίσχυαν πριν την τροποποίηση τους με τον παρόντα νόμο. Στις περιπτώσεις που οι ανωτέρω αιτήσεις συνταξιοδότησης υποβάλλονται μετά την έναρξη λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., εξετάζονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κατά τα ανωτέρω, β. Αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξετάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
4. Από την έναρξη λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. και την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου παύει να ισχύει κάθε αντίθετη διάταξη που αφορά στην εφαρμογή των διατάξεων διαδοχικής ασφάλισης στους φορείς/τομείς κύριας ασφάλισης.
5. […]
6. Ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει το συνυπολογισμό του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, υπό την προϋπόθεση ότι μετά την ένταξη τους στον Ε.Φ.Κ.Α., δεν συνεχίζει να ασφαλίζεται για δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του αντίστοιχου φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού που δεν επιθυμεί την προσμέτρηση του χρόνου του. Δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού. […]».
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η διαδοχική ασφάλιση είναι δικαίωμα του ασφαλισμένου και ότι ο ασφαλιστικός οργανισμός, στον οποίο υποβλήθηκε αίτηση συνταξιοδότησης, δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διαδοχικής ασφάλισης, όταν δεν υπάρχει ρητό αίτημα του ασφαλισμένου προς τούτο (Σ.τ.Ε. 2272/2013, 1222/2010, 3703/2009, 170/2009, 2537/2008, 3458/2004, 3688/1991, 2803/1990, 3352/1986 κ.ά.).
Εξάλλου, τα ασφαλιστικά όργανα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης δεν έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν τους ασφαλισμένους τους, όταν αυτοί υποβάλλουν αίτηση για να συνταξιοδοτηθούν, ότι μπορούν να συνυπολογίσουν το χρόνο ασφάλισης που είχαν πραγματοποιήσει σε άλλο ασφαλιστικό φορέα (κύριο ή επικουρικό). Ούτε, άλλωστε, συνάγεται τέτοια υποχρέωση από κάποια γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης (Σ.τ.Ε. 3703/2009, 170/2009, 668/2008).
Το πλήρες κείμενο της απόφασης 535/2023 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών
Δημοσιεύτηκε στον Οδηγό του Πολίτη (https://www.odigostoupoliti.eu)